- αὐλακεργάτης
- αὐλᾰκ-εργάτης [γᾰ], ου, ὁ, ([etym.] αὖλαξ)A tracing furrows, AP9.742 (Phil. (?)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλακεργάτης — αὐλακεργάτης, ο (Α) φρ. «αὐλακεργάτης σίδηρος» το υνί του αρότρου που ανοίγει αυλάκια … Dictionary of Greek
αὐλακεργάταν — αὐλακεργάτᾱν , αὐλακεργάτης tracing furrows masc acc sg (epic doric aeolic) αὐλακεργάτης tracing furrows masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)